- σχιστοπροσωπία
- η, Νιατρ.βλ. σχιζοπροσωπία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. schistoprosopie (< σχιστός + -προσωπία < -πρόσωπος < πρόσωπο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχιζοπροσωπία — και σχιστοπροσωπία, η, Ν (τερατολ.) διαίρεση ενός σημαντικού τμήματος τού προσώπου, με επιμήκυνση προς τα επάνω τής σχισμής τού λαγόχειλου … Dictionary of Greek